γελιέμαι

γελιέμαι
γελιέμαι, γελάστηκα, γελασμένος βλ. πίν. 69
——————
Σημειώσεις:
γελιέμαι : στην παθητική φωνή η έννοια διαχωρίζεται σε σχέση με την ενεργητική.
Σημαίνει κάνω λάθος, απατώμαι (είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι η συμπεριφορά σου δε θα έχει συνέπειες).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλανώ — πλανῶ, άω, ΝΜΑ 1. περιφέρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. μτφ. εκτρέπω κάποιον από την ορθή οδό, δημιουργώ ψευδή αντίληψη, εξαπατώ, ξεγελώ (α. «δε μέ πλανούν τα λόγια σου / και πλιο πικρά ακόμα», Κρυστ. β. «ἆρ ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ γνώμη πλανᾷ»,… …   Dictionary of Greek

  • αμπλακίσκω — ἀμπλακίσκω (Α) 1. δεν κατορθώνω, αποτυγχάνω, υπολείπομαι 2. χάνω, στερούμαι 3. διαπράττω σφάλμα ή αμάρτημα, αμαρτάνω, σφάλλω, γελιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. είναι νεώτερος σχηματισμός από το απαρέμφ. αορ. β΄ ἀμπλακεῖν. Άγνωστ. ετυμ. Εάν ο αρχικός… …   Dictionary of Greek

  • αποτυγχάνω — κ. τυχαίνω (AM ἀποτυγχάνω) 1. (μτβ.) δεν πετυχαίνω κάτι, αστοχώ 2. (αμτβ.) δεν πετυχαίνω τον σκοπό μου νεοελλ. (μτχ. παθ. πρκμ.) αποτυχημένος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει κατορθώσει, δεν έχει πετύχει κάτι 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ατυχήσει… …   Dictionary of Greek

  • σαν — (I) και σα Ν (μόριο) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (ως ομοιωματικό) 1. (κυρίως με ονόματα σε ονομ. ή αιτ. με ή χωρίς άρθρο ή και με ρήματα) όπως ακριβώς, καθώς (α. «φωνάζει σαν βόδι» β. «σαν τα χιόνια» και «σαν τα μάραθα» λέγεται σε οικείο ή φίλο με την… …   Dictionary of Greek

  • απατώμαι — απατώμαι, απατήθηκα, απατημένος βλ. πίν. 61 Σημειώσεις: απατώμαι : η έννοια διαφοροποιείται από το απατιέμαι σημαίνει κάνω λάθος, γελιέμαι (σε στερεότυπες κυρίως εκφράσεις, του τύπου αν δεν απατώμαι ή απατάσαι αν... κτλ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απατώ — ησα, ήθηκα, ημένος, εξαπατώ, ξεγελώ κάποιον με δόλο: Πολλές φορές τα φαινόμενα μας απατούν. Το μέσ., απατώμαι γελιέμαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γελώ — γέλασα, γελάστηκα, γελασμένος 1. εκφράζω αυτό που αισθάνομαι με γέλιο, ξεσπώ σε γέλια: Γέλασα πολύ με το ανέκδοτο που μας είπε. 2. κοροϊδεύω, περιγελώ: Γελάει ο κόσμος με το φέρσιμό σου. 3. εξαπατώ, παραπλανώ: Με γέλασε το αθώο βλέμμα της. 4. το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρανοώ — παρανόησα, παρανοήθηκα, καταλαβαίνω λάθος, παρεξηγώ, πλανιέμαι, γελιέμαι: Οι υποψήφιοι παρανόησαν το θέμα της έκθεσης κι έγραψαν άσχετα πράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”